τιμή

τιμή
η
1) честь;

ζήτημα τιμής — дело, вопрос чести;

λόγος τιμής — честное слово;

θίγω την τιμή κάποιου — задеть чью-л. честь;

ορκίζομαι στην τιμή μου — клянусь честью;

θεωρώ τιμή μου... — я считаю за честь...;

του έλαχε η τιμή — ему выпала

честь;
2) честь, почтение, уважение; почёт; почесть;

διατελώ μετά τιμής... — с почтением... (в письмах);

στρατιωτικές τιμές — воинская почесть;

κάνω την τιμή — оказывать честь, почёт;

αποδίδω τιμές — воздавать почести;

απονέμω (τάς) τιμάς — воен, отдавать честь;

3) цена; стоимость; курс;

σταθερές ( — или ωρισμένες) τιμές — твёрдые цены;

αγοραστική (χοντρική, λιανική, εξευτελιστική) τιμή — закупочная (оптовая, розничная, бросовая) цена;

χαμηλές τιμές — низкие цены;

τρέχουσα τιμή — существующая цена;

επίσημη τιμή — официальный курс;

σε συγκαταβατική τιμή — по сходной цене;

χάνω την τιμή — обесцениваться;

πτώση (δψωση) των τιμών — снижение или падение (рост) цен;

πέφτει (ανεβαίνει) η τιμή — падать (повышаться) в цене;

φουσκώνω τίς τιμές — взвинчивать (вздувать) цены;

§ 2χω ( — или λαμβάνω) την τιμή να... — имею честь...;

προς τιμή — а) в честь (кого-л.); — б) к чести (кого-л.);

τιμής ενεκεν — из уважения к заслугам (лат. honoris causa)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Полезное


Смотреть что такое "τιμή" в других словарях:

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — η 1. εκδήλωση εκτίμησης, υπόληψη, σεβασμός: Τιμή στους προγόνους μας. 2. πληθ., τιμές, οι εκδηλώσεις σεβασμού, ιδιαίτερης διάκρισης: Στρατιωτικές τιμές. 3. ό,τι εξυψώνει κάποιον στα μάτια του άλλου, αίγλη: Μου κάνετε τιμή που έρχεστε στο φτωχικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιμῇ — τῑμῇ , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres ind mp 2nd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres subj act 3rd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres ind act 3rd sg (doric) τῑμῇ , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμή — τῑμή , τιμή worship fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίμη — τί̱μη , τιμάω honour pres imperat act 2nd sg (doric) τί̱μη , τιμάω honour pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) τί̱μη , τιμάω honour imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) τιμέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμενόμενη τιμή — Στη θεωρία των πιθανοτήτων, η μέση τιμή ενός μεγέθους, n υπολογισμένη από τη συνάρτηση κατανομής f(n), που δείχνει πόσες φορές εμφανίζεται μία συγκεκριμένη τιμή του μεγέθους n. Ας υποθέσουμε ότι ένας μαθητής σε μια περίοδο μερικών χρόνων έδωσε… …   Dictionary of Greek

  • οριακή τιμή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά με την ίδια σημασία που χρησιμοποιείται η λέξη όριο. Βλ. λ. όριο …   Dictionary of Greek

  • ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»